Επινεφρίδια Τι είναι και ποιες οι παθήσεις των επινεφριδίων;

Τι είναι και ποιες οι παθήσεις των επινεφριδίων;

Ρομπόπουλος Γρηγόριος MD Ενδοκρινολόγος
Ρομπόπουλος Γρηγόριος MD
Ενδοκρινολόγος

Οι αδένες είναι όργανα που παράγουν και εκκρίνουν ουσίες (π.χ. ορμόνες, ιδρώτας, δάκρυα) απαραίτητες για συγκεκριμένες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Υπάρχουν δύο είδη αδένων: οι ενδοκρινείς και οι εξωκρινείς αδένες. Οι ενδοκρινείς αδένες παράγουν χημικές ουσίες που καλούνται ορμόνες, οι οποίες κυκλοφορούν μέσα στο σώμα μας και ρυθμίζουν συγκεκριμένες λειτουργίες διαφόρων οργάνων και συστημάτων. Στην κατηγορία των ενδοκρινών αδένων ανήκουν μεταξύ άλλων και τα επινεφρίδια, τα οποία αποτελούν μέρος του ενδοκρινικού συστήματος.

Τι είναι τα επινεφρίδια;

Τα επινεφρίδια είναι δύο μικροί ενδοκρινείς αδένες σε τριγωνικό σχήμα που βρίσκονται πάνω από τους δύο νεφρούς, αυτός είναι αλώστε και ο λόγος που ονομάστηκαν έτσι. Τα επινεφρίδια χωρίζονται σε δύο λειτουργικά μέρη: το φλοιό και το μυελό.

Ο φλοιός των επινεφριδίων είναι το εξωτερικό τους τμήμα και αποτελείται από 3 ζώνες, καθεμιά από τις οποίες είναι υπεύθυνη για την παραγωγή και απελευθέρωση διαφορετικών ορμονών, που επηρεάζουν διάφορα μέρη του σώματος. Οι βασικές ορμόνες που παράγονται από το φλοιό των επινεφριδίων είναι η κορτιζόλη, η αλδοστερόνη, η δεϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA) και τα επινεφριδικά ανδρογόνα.

Ο μυελός των επινεφριδίων βρίσκεται κάτω από το φλοιό και είναι υπεύθυνος για την παραγωγή των ορμονών του στρες, όπως η αδρεναλίνη ή επινεφρίνη και η νοραδρεναλίνη ή νορεπινεφρίνη.

Οι ορμόνες που παράγονται από τα επινεφρίδια βοηθούν στη ρύθμιση πολλών σημαντικών λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος, όπως:

  • Μεταβολισμός
  • Ανοσοποιητικό σύστημα
  • Απόκριση στο στρες
  • Αρτηριακή πίεση 

Ποιες είναι οι παθήσεις των επινεφριδίων;

Η παραγωγή υπερβολικής ή μη επαρκούς ποσότητας ορισμένων ορμονών λόγω της μη σωστής λειτουργίας των επινεφριδίων οδηγεί σε ορμονικές ανισορροπίες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν διάφορες παθήσεις. Μερικές από αυτές τις παθήσεις είναι προσωρινές, ενώ άλλες είναι χρόνιες.

Σύνδρομο Cushing

Τι είναι

Το σύνδρομο Cushing είναι μια σπάνια πάθηση που εμφανίζεται λόγω της υπερβολικής παραγωγής κορτιζόλης από τα επινεφρίδια. Υπάρχουν διάφορες αιτίες εμφάνισης του συνδρόμου Cushing, συχνότερες είναι η εμφάνιση ενός αδενώματος (καλοήθους όγκου) στα επινεφρίδια ή στην υπόφυση και η υπερβολική και παρατεταμένη χρήση των κορτικοστεροειδών φαρμάκων.

Συμπτώματα

Η υπερβολική ποσότητα κορτιζόλης μπορεί να προκαλέσει ορισμένα συμπτώματα στα άτομα με το σύνδρομο Cushing. Τα πιο κοινά από αυτά είναι τα εξής:

  • Στρογγυλεμένο πρόσωπο
  • Ακμή
  • Ροζ ή μωβ ραγάδες στο σώμα κυρίως στην κοιλιακή χώρα
  • Δέρμα που μελανιάζει εύκολα
  • Αργή επούλωση των πληγών στο δέρμα
  • Πρόσληψη βάρους και εναποθέσεις λίπους κυρίως στο πάνω μέρος του σώματος
  • Μυϊκή αδυναμία
  • Αυξημένη τριχοφυΐα (στις γυναίκες)
  • Διαταραχές της έμμηνου ρύσεως (στις γυναίκες)
  • Μειωμένη σεξουαλική ορμή και γονιμότητα (στους άνδρες)
  • Υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και υψηλή αρτηριακή πίεση

Διάγνωση

Η διάγνωση του συνδρόμου Cushing είναι αρκετά δύσκολη, καθώς τα συμπτώματά της μοιάζουν με αυτά άλλων παθήσεων. Εκτός από τη φυσική εξέταση του ασθενούς, ένας ενδοκρινολόγος μπορεί να συστήσει τη διενέργεια ορισμένων εργαστηριακών εξετάσεων προκειμένου να επιβεβαιώσει πως πρόκειται για το σύνδρομο Cushing. Αυτές είναι οι εξής:

  • 24ωρη εξέταση ελεύθερης κορτιζόλης ούρων
  • Τεστ για τη μέτρηση κορτιζόλης στο σάλιο
  • Δοκιμή δεξαμεθαζόνης-CRH
  • Δειγματοληψία του κάτω λιθοειδούς κόλπου
  • Δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη
  • Απεικονιστικές εξετάσεις υπόφυσης και επινεφριδίων

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία του συνδρόμου Cushing βασίζεται στη μείωση των επιπέδων της κορτιζόλης στο σώμα και εξαρτάται από την αιτία που έχει προκαλέσει την αύξηση αυτών. Ανάλογα με την αιτία υπάρχουν διάφορες επιλογές, όπως:

  • Διακοπή της χρήσης κορτικοστεροειδών
  • Χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του αδενώματος
  • Ακτινοθεραπεία σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του αδενώματος
  • Χημειοθεραπεία σε σπάνιες περιπτώσεις που ο όγκος είναι καρκινικός 
  • Λήψη φαρμακευτικής αγωγής για τη ρύθμιση των επιπέδων της κορτιζόλης

Υπεραλδοστερονισμός

Τι είναι

Ο υπεραλδοστερονισμός είναι μια διαταραχή που προκύπτει λόγω της απελευθέρωσης υπερβολικής ποσότητας αλδοστερόνης από το ένα ή και από τα δύο επινεφρίδια. Υπάρχουν δύο τύποι υπεραλδοστερονισμού ανάλογα με την αιτία που τον έχει προκαλέσει: ο πρωτοπαθής και ο δευτεροπαθής υπεραλδοστερονισμός.

Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα στα επινεφρίδια (π.χ. καλοήθης όγκος), το οποίο οδηγεί στην απελευθέρωση υπερβολικής ποσότητας αλδοστερόνης και ονομάζεται επίσης σύνδρομο Conn.

Ο δευτεροπαθής υπεραλδοστερονισμός οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα σε άλλο σημείο του σώματος (π.χ. καρδιά, νεφροί), το οποίο όμως επηρεάζει τα επινεφρίδια και οδηγεί στην απελευθέρωση υπερβολικής ποσότητας αλδοστερόνης από αυτά.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα του υπεραλδοστερονισμού ποικίλουν ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Δεδομένου του ότι η αλδοστερόνη βοηθά στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, μέσω ελέγχου των επιπέδων του νατρίου και του καλίου στο αίμα, ένα από τα πιο συχνά συμπτώματα των ατόμων με υπεραλδοστερονισμό είναι η υψηλή αρτηριακή πίεση, η οποία μάλιστα είναι ανθεκτική στα περισσότερα φάρμακα. Η υψηλή αρτηριακή πίεση δεν έχει συνήθως συμπτώματα.

Ένα κοινό εργαστηριακό εύρημα του υπεραλδοστερονισμού είναι τα χαμηλά επίπεδα καλίου (υποκαλιαιμία), τα οποία συνοδεύονται από συμπτώματα, όπως η μυϊκή αδυναμία, το μυρμήγκιασμα ή μούδιασμα στα άκρα, η κούραση, η έντονη δίψα και η συχνοουρία.

Διάγνωση

Αφού πρώτα ο γιατρός πραγματοποιήσει μια φυσική εξέταση, στη συνέχεια πραγματοποιούνται ορισμένες εξετάσεις αίματος και ούρων για να μπορέσει να διαγνωστεί ο υπεραλδοστερονισμός. Συγκεκριμένα, μερικές εξετάσεις αίματος που πραγματοποιούνται συνήθως σε πρώτη φάση όταν υπάρχει υποψία για υπεραλδοστερονισμό είναι οι εξής:

  • Μέτρηση της δραστικότητας της ρενίνης στο πλάσμα (PRA)
  • Τα χαμηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα PRA υποδηλώνουν πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό, ενώ τα υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα PRA υποδηλώνουν δευτεροπαθή υπεραλδοστερονισμό.
  • Εξέταση αλδοστερόνης ορού και ούρων
  • Πριν τη μέτρηση των επιπέδων αλδοστερόνης στο αίμα και στα ούρα συνήθως λαμβάνεται μια ποσότητα νατρίου (αλατιού) δια του στόματος ή ενδοφλέβια.
  • Εξέταση καλίου αίματος

Τα χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα μπορεί να υποδηλώνουν υπεραλδοστερονισμό.

Εάν κάποια από τις παραπάνω εξετάσεις δείξει υπεραλδοστερονισμό, τότε ο γιατρός μπορεί να ζητήσει την πραγματοποίηση περαιτέρω εξετάσεων για να μπορέσει να προσδιορίσει την αιτία ή το ποιο από τα δύο επινεφρίδια παρουσιάζει το πρόβλημα. Μερικές από αυτές τις εξετάσεις είναι οι εξής:

  • Αξονική τομογραφία κοιλίας
  • Υπερηχογράφημα νεφρών

Αντιμετώπιση 

Η θεραπεία του υπεραλδοστερονισμού εξαρτάται από τη αιτία που τον προκαλεί και έχει ως κύριο στόχο τη διαχείριση της αρτηριακής πίεσης. Συγκεκριμένα, ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, που οφείλεται στην παρουσία αδενώματος στα επινεφρίδια, αντιμετωπίζεται συχνά μέσω της χειρουργικής αφαίρεσης του. Ωστόσο, η υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να επιμείνει και μετά την αφαίρεση του αδενώματος, με αποτέλεσμα να χρειάζεται η λήψη φαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπισή της.

Ο δευτεροπαθής υπεραλδοστερονισμός αντιμετωπίζεται κυρίως μέσω αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες (μείωση της κατανάλωσης του αλατιού) και μέσω λήψης φαρμάκων, όπως αυτά που εμποδίζουν τη δράση της αλδοστερόνης και τα διουρητικά.

Ανεπάρκεια επινεφριδίων

Τι είναι

Η ανεπάρκεια των επινεφριδίων είναι μια σπάνια πάθηση που εμφανίζεται όταν τα επινεφρίδια δεν παράγουν αρκετές ποσότητες κορτιζόλης και αλδοστερόνης. Μπορεί να διαχωριστεί σε πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια.

Η πρωτοπαθής ανεπάρκεια των επινεφριδίων, ή αλλιώς γνωστή ως νόσος του Addison, οφείλεται σε κάποια βλάβη στα επινεφρίδια, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή των ορμονών κορτιζόλη και αλδοστερόνη. Παρόλο που είναι μια σπάνια πάθηση, μπορεί να επηρεάσει άτομα όλων των ηλικιών και να γίνει απειλητική για τη ζωή.

Η δευτεροπαθής ανεπάρκεια των επινεφριδίων οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα στον υποθάλαμο ή την υπόφυση, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη μη επαρκή παραγωγή αδρενοκορτικοτροπίνης (ACTH), γεγονός που εμποδίζει στη συνέχεια την παραγωγή αρκετής ποσότητας κορτιζόλης από τα επινεφρίδια.

Η ανεπάρκεια των επινεφριδίων συνήθως αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και ξαφνικά με τη μορφή οξείας επινεφριδιακής ανεπάρκειας, η οποία εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μπορεί να έχει σοβαρές επιπλοκές για την υγεία.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας των επινεφριδίων εμφανίζονται συνήθως αργά και είναι ήπια στην αρχή, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να τα αγνοούν. Ωστόσο, σε περιόδους έντονου σωματικού στρες (π.χ. κάποια ασθένεια ή τραυματισμός), αυτά γίνονται πιο εμφανή, καθώς επιδεινώνονται. Τα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνουν τα εξής:

  • Υπερβολική κόπωση
  • Απώλεια βάρους 
  • Αδυναμία
  • Απώλεια όρεξης
  • Χαμηλή αρτηριακή πίεση
  • Ναυτία και έμετος
  • Σκούρο δέρμα (νόσος του Addison)
  • Αφυδάτωση
  • Μυϊκοί πόνοι
  • Διάρροια
  • Χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα
  • Ακανόνιστη έμμηνος ρύση (στις γυναίκες)
  • Κατάθλιψη
  • Υψηλή επιθυμία για κατανάλωση αλατιού

Στην περίπτωση οξείας επινεφριδιακής ανεπάρκειας μπορεί να εμφανιστούν σοβαρότερα συμπτώματα, τα οποία εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα μπορεί να γίνουν απειλητικά για τη ζωή. Μερικά από αυτά είναι:

  • Υπόταση
  • Σοβαρή αδυναμία
  • Έντονος πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης ή στα πόδια
  • Έντονος κοιλιακός πόνος
  • Σύγχυση
  • Πτώση του επιπέδου συνείδησης ή και κώμα

Διάγνωση

Εκτός από τη μελέτη των συμπτωμάτων που αντιμετωπίζει κάποιος, η διάγνωση της ανεπάρκειας των επινεφριδίων γίνεται μέσω των παρακάτω εξετάσεων:

  • Εξετάσεις αίματος και ούρων (μέτρηση επιπέδων καλίου, νατρίου, κορτιζόλης και ACTH στο αίμα)
  • Απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική τομογραφία επινεφριδίων, μαγνητική τομογραφία της υπόφυσης, υπερηχογράφημα)

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση της ανεπάρκειας των επινεφριδίων βασίζεται στη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης ή αλλιώς τη λήψη κορτιζόλης ή και αλδοστερόνης (εάν πρόκειται για τη νόσο του Addison) με σκοπό τη διόρθωση των επιπέδων αυτών λόγω της μη επαρκούς παραγωγής τους στο σώμα. Επιπλέον, ο γιατρός μπορεί να συστήσει την αύξηση της κατανάλωσης αλατιού.

Στην περίπτωση οξείας επινεφριδιακής ανεπάρκειας, η οποία μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνη, η άμεση ιατρική φροντίδα περιλαμβάνει την ενδοφλέβια χορήγηση κορτικοστεροειδών και αλατούχου διαλύματος.

Φαιοχρωμοκύτωμα

Τι είναι

Το φαιοχρωμοκύτωμα είναι ένας καλοήθης όγκος που αναπτύσσεται στα κύτταρα χρωμαφίνης κυρίως στο μυελό των επινεφριδίων. Συνήθως το φαιοχρωμοκύτωμα αναπτύσσεται σε ένα από τα δύο επινεφρίδια, αλλά σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούν να αναπτυχθούν φαιοχρωμοκυτώματα και στα δύο επινεφρίδια.

Το φαιοχρωμοκύτωμα έχει ως αποτέλεσμα την υπερβολική παραγωγή και απελευθέρωση ορμονών (αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη) από το μυελό των επινεφριδίων, γεγονός το οποίο προκαλεί ανεπιθύμητα συμπτώματα. Εάν το φαιοχρωμοκύτωμα δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μπορεί να οδηγήσει σε απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές.

Συμπτώματα

Τα πιο συχνά συμπτώματα του φαιοχρωμοκυτώματος είναι τα εξής:

  • Υψηλή αρτηριακή πίεση
  • Πονοκέφαλος
  • Συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά μιας κρίσης πανικού
  • Έντονη εφίδρωση / εξάψεις
  • Χλωμό δέρμα
  • Δυσκολία στην αναπνοή
  • Γρήγορος καρδιακός παλμός

Μερικά λιγότερο συχνά συμπτώματα, που μπορεί να αντιμετωπίζει κάποιος που έχει φαιοχρωμοκύτωμα, είναι το άγχος, η δυσκοιλιότητα, η θολή όραση και η απώλεια βάρους.

Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να υπάρχουν συνεχώς ή να εμφανίζονται περιστασιακά, όπως για παράδειγμα όταν κάποιος καταναλώνει πολλά τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε τυραμίνη (π.χ. τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση), όταν λαμβάνει συγκεκριμένα φάρμακα (π.χ. διεγερτικά, αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης) ή όταν βρίσκεται υπό έντονο σωματικό στρες (π.χ. έντονο άγχος, έντονη σωματική άσκηση, τοκετός, χειρουργική επέμβαση).

Διάγνωση

Η διάγνωση του φαιοχρωμοκυτώματος γίνεται συνήθως με τη βοήθεια των παρακάτω εξετάσεων:

  • 24ωρη εξέταση ούρων
  • Εξέταση αίματος
  • Αξονική τομογραφία
  • Μαγνητική τομογραφία
  • Σπινθηρογράφημα με μετα-ιωδο-βενζυλ-γουανιδίνη (MIBG)
  • Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET)

Οι εξετάσεις αίματος και ούρων χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των επιπέδων των ορμονών στο σώμα, ενώ οι απεικονιστικές εξετάσεις χρησιμεύουν στον εντοπισμό του όγκου και του μεγέθους αυτού.

Αντιμετώπιση 

Ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης του φαιοχρωμοκυτώματος είναι η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του όγκου. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, αφαιρείται ολόκληρο το επινεφρίδιο (επινεφριδεκτομή).

Μια άλλη επιλογή θεραπείας είναι η λήψη φαρμακευτικής αγωγής (π.χ. β-αναστολείς) για τον έλεγχο των συμπτωμάτων, ιδιαίτερα της υψηλής αρτηριακής πίεσης.

Τέλος, σε σπάνιες περιπτώσεις που το φαιοχρωμοκύτωμα είναι καρκινικό μπορεί να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικές μέθοδοι, όπως η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία για την αποφυγή της εξάπλωσης του φαιοχρωμοκυτώματος σε άλλα μέρη του σώματος.

Τυχαίωμα επινεφριδίων 

Τι είναι

Το τυχαίωμα επινεφριδίων, ή αλλιώς επινεφριδικό τυχαίωμα, είναι ένας όγκος που βρίσκεται στο ένα ή και στα δύο επινεφρίδια και συνήθως εντοπίζεται τυχαία κατά τη διάρκεια μιας απεικονιστικής εξέτασης, που πραγματοποιείται για άλλο σκοπό.

Η πιθανότητα εμφάνισης επινεφριδικού τυχαιώματος αυξάνεται με την ηλικία, ενώ ελάχιστα περιστατικά οδηγούν σε σοβαρή ασθένεια. Ένα τυχαίωμα επινεφριδίου μπορεί να ανήκει σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες:

  • Λειτουργικό τυχαίωμα επινεφριδίου: αυτό το είδος όγκου παράγει ορμόνες (αλδοστερόνη, κορτιζόλη, αδρεναλίνη ή φυλετικές ορμόνες) σε υψηλότερες ποσότητες από τις φυσιολογικές 
  • Μη λειτουργικό τυχαίωμα επινεφριδίου: σε αυτό το είδος ανήκουν τα αδενώματα, τα γαγγλιονευρώματα, οι κύστεις των επινεφριδίων, τα μυελολιπώματα και τα αιματώματα
  • Κακόηθες τυχαίωμα επινεφριδίου: αυτό αποτελεί έναν καρκινικό όγκο

Συμπτώματα

Τα τυχαιώματα επινεφριδίων θεωρούνται ασυμπτωματικά, αλλά με μια προσεκτική εξέταση μπορεί να ανακαλυφθούν συμπτώματα, τα οποία ποικίλουν ανάλογα με το εάν αυτά είναι λειτουργικά ή μη. Εάν το τυχαίωμα είναι λειτουργικό τότε τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με το ποιες ορμόνες παράγονται σε υπερβολικές ποσότητες.

Συγκεκριμένα, εάν παράγεται υπερβολική κορτιζόλη τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν τη μυϊκή αδυναμία, την υπέρταση, την υπερβολική τριχοφυΐα στις γυναίκες και το εύκολο μελάνιασμα του δέρματος.

Εάν παράγεται υπερβολική αλδοστερόνη, τα κύρια συμπτώματα είναι η υπέρταση και τα χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα, ενώ στην περίπτωση υπερβολικής παραγωγής αδρεναλίνης ή νοραδρεναλίνης τα συμπτώματα περιλαμβάνουν την εφίδρωση, το χλωμό δέρμα, τους πονοκεφάλους και τον ακανόνιστο καρδιακό παλμό.

Τέλος, στην περίπτωση υπερβολικής παραγωγής ανδρογόνων, τα συμπτώματα στις γυναίκες μπορεί να είναι η υπερβολική τριχοφυΐα, η ακμή, η ακανόνιστη έμμηνος ρύση και η ανδρογενετική αλωπεκία.

Διάγνωση

Η ανακάλυψη ενός επινεφριδικού τυχαιώματος γίνεται συνήθως τυχαία κατά τη διάρκεια μιας απεικονιστικής εξέτασης που πραγματοποιείται για κάποια άλλη πάθηση. Αφού ανακαλυφθεί όμως, μπορεί να χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις για να ανακαλυφθεί εάν αυτό είναι λειτουργικό ή καρκινικό.

Αντιμετώπιση

Γενικά, τα επινεφριδικά τυχαιώματα που είναι λειτουργικά και κακοήθη πρέπει να αφαιρούνται μέσω χειρουργικής επέμβασης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αφαίρεση γίνεται λαπαροσκοπικά.

Εάν πρόκειται για ένα μη λειτουργικό επινεφριδικό τυχαίωμα, τότε το μέγεθός του θα καθορίσει εάν αυτό πρέπει να αφαιρεθεί ή όχι. Συγκεκριμένα, εάν το μέγεθός του ξεπερνά τα 6 εκατοστά συνιστάται χειρουργική αφαίρεση. Σε περίπτωση που ο μη λειτουργικός όγκος είναι μικρός σε μέγεθος, συνιστάται η επανάληψη της απεικονιστικής εξέτασης κάθε 6 μήνες για μερικά χρόνια και η πραγματοποίηση ορμονικού ελέγχου κάθε χρόνο για 5 χρόνια, ώστε να επιβεβαιωθεί πως το μέγεθός του δεν έχει αλλάξει ή πως αυτός δεν έχει μετατραπεί σε λειτουργικό όγκο με την πάροδο του χρόνου.

Συνοπτικά, τα επινεφρίδια είναι δύο μικροί ενδοκρινείς αδένες σε σχήμα τριγώνου που βρίσκονται ένας πάνω από κάθε νεφρό. Βασικός τους ρόλος είναι η παραγωγή ορμονών στο σώμα που ελέγχουν διάφορες διεργασίες, όπως ο μεταβολισμός, η απόκριση στο στρες και η αρτηριακή πίεση.

Η διατάραξη της σωστής λειτουργίας των επινεφριδίων προκαλεί μειωμένη ή υπερβολική έκκριση ορμονών, οδηγώντας έτσι στην εμφάνιση μιας σειράς παθήσεων των επινεφριδίων, όπως το σύνδρομο Cushing, ο υπεραλδοστερονισμός, η ανεπάρκεια των επινεφριδίων, το φαιοχρωμοκύτωμα και το τυχαίωμα.

Ρομπόπουλος Γρηγόριος MD Ενδοκρινολόγος
Ο Ρομπόπουλος Γρηγόριος είναι Ενδοκρινολόγος - Διαβητολόγος με ιδιωτικό ιατρείο στην Πλατεία Μαβίλη. Είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του και αφού εκπλήρωσε την υπηρεσία υπαίθρου σε αγροτικό ιατρείο στον Νομό Βοιωτίας, ξεκίνησε την ειδικότητα Παθολογίας στο Γενικό